σκεβρός

σκεβρός
-ή, -ό, Ν
βλ. σκευρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκευρός — και σκεβρός, ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει λυγίσει, που έχει στραβώσει, σκευρωμένος, στρεβλός 2. κυρτωμένος, καμπουριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. σκευρώνω (βλ. και λ. σκευρώνω)] …   Dictionary of Greek

  • σκευρώνω — και σκεβρώνω Ν 1. κάνω κάτι στραβό, κυρτό, προκαλώ λύγισμα σε κάτι 2. συντελώ στο να γίνει κάποιος καμπούρης, κυρτός, κάνω κάποιον καμπούρη («τόν σκέβρωσαν τα γηρατειά») 3. (αμτβ.) α) γίνομαι στραβός, κυρτός, στραβώνω β) (για ξύλα) γίνομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”